εἱλεός — εἰλεός , εἰλεός intestinal obstruction masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλεός — intestinal obstruction masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… … Dictionary of Greek
εἰλεοῖς — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλεοῖσι — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλεοῖσιν — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλεοί — εἰλεός intestinal obstruction masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλεοῦ — εἰλεός intestinal obstruction masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλεούς — εἰλεός intestinal obstruction masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλεῶν — εἰλεός intestinal obstruction masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)